- ὑπερμενέων
- ὑπερμενέωνexceedingly mightymasc nom sgὑπερμενήςexceedingly mightymasc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερμενέων — οντος, ὁ, Α 1. εξαιρετικά ισχυρός, κραταιός 2. στον πληθ. οἱ ὑπερμενέοντες αλαζονικοί, υπεροπτικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού ὑπερμενής σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. έων τών μτχ. (πρβλ. δυσμεν έων: δυσμενής, ὑπερηνορ έων:… … Dictionary of Greek
ὑπερμενέοντα — ὑπερμενέων exceedingly mighty masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμενέοντας — ὑπερμενέων exceedingly mighty masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμενέοντες — ὑπερμενέων exceedingly mighty masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)